- προσδοκία
- attente
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
προσδοκία — προσδοκίᾱ , προσδοκία looking for fem nom/voc/acc dual προσδοκίᾱ , προσδοκία looking for fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίᾳ — προσδοκίαι , προσδοκία looking for fem nom/voc pl προσδοκίᾱͅ , προσδοκία looking for fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκία — η, ΝΜΑ [προσδοκῶ] 1. αναμονή κάτι καλού, ελπίδα, απαντοχή 2. φρ. «παρά [πάσαν] προσδοκίαν» αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς νεοελλ. φρ. «δικαίωμα προσδοκίας» (νομ.) αυτοτελές δικαίωμα προστασίας τού δικαιούχου μέλλοντος δικαιώματος, το οποίο… … Dictionary of Greek
προσδοκία — η αναμονή, ελπίδα, απαντοχή: Προσπαθώ να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των γονέων μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσδοκίας — προσδοκίᾱς , προσδοκία looking for fem acc pl προσδοκίᾱς , προσδοκία looking for fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίαι — προσδοκία looking for fem nom/voc pl προσδοκίᾱͅ , προσδοκία looking for fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίαν — προσδοκίᾱν , προσδοκία looking for fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκιῶν — προσδοκία looking for fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίαις — προσδοκία looking for fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίη — προσδοκία looking for fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίην — προσδοκία looking for fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)